ελαστικό

ελαστικό
Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει και συνθετικό ε., το οποίο είναι τεχνητό προϊόν με ιδιότητες ανάλογες προς το φυσικό. ε. οχήματοςε. επίσωτρο. Όργανο το οποίο, μαζί με τη ζάντα, αποτελεί τον τροχό στα περισσότερα οχήματα. Συμβάλλει σημαντικά στην άνεση και στην ασφάλεια της πορείας των οχημάτων, χάρη στο εξωτερικό του περίβλημα από ε. (καλή πρόσφυση στο έδαφος) και στο στρώμα πεπιεσμένου αέρα που περιέχει εσωτερικά. Αυτό απορροφά μέρος από τις κρούσεις, οι οποίες προέρχονται από τις ανωμαλίες του οδοστρώματος. Τα πρώτα ε. κατασκευάστηκαν στο τέλος του 19ου αι. από τον Ντάνλοπ και τον Μισελέν και αντικατέστησαν τα ε. από συμπαγές καουτσούκ, με τα οποία καλύπτονταν τα εξωτερικά μέρη των τροχών. Το ε. αποτελείται από δύο ξεχωριστά τμήματα:το περίβλημα και τον αεροθάλαμο. Το περίβλημα έχει βασικό σκοπό την πρόσφυση στο έδαφος και την αντοχή στις εξωτερικές καταπονήσεις. Αποτελείται από το πέλμα, τις φτέρνες, τα πλευρά και τον σκελετό. Το πέλμα είναι το τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας που εφάπτεται με τον δρόμο· αποτελείται από μια επίπεδη επιφάνεια με σημαντικό πάχος ε. χαραγμένο με αυλακώσεις. Ένας ιδιαίτερος τύπος πέλματος είναι ο τύπος χιονιού (τρακτερωτό), που διαθέτει βαθιές αυλακώσεις. Οι πτέρνες είναι τα εσωτερικά χείλη του ε., που εφαρμόζουν στη ζάντα. Τα πλευρά του, κατασκευασμένα από λείο εύκαμπτο ε., συνδέουν το πέλμα με τις φτέρνες. Ο σκελετός, που απαρτίζεται από νήματα βαμβακερά, νάιλον ή μεταλλικά, είναι η δομή του ε. Τα νήματα αποτελούν σώμα με τα άλλα τμήματα του ε., ώστε να εξασφαλίζει ένα σύνολο με τα χαρακτηριστικά αντοχής, ευκαμψίας και πρόσφυσης στο έδαφος. Ο αεροθάλαμος είναι ένα δακτυλιοειδές περίβλημα από λεπτό ε. που γεμίζει με πεπιεσμένο αέρα, από μια βαλβίδα. Προορισμός του είναι να διατηρεί τεταμένο το περίβλημα, το οποίο προσκολλάται στην εσωτερική πλευρά του. Ωστόσο, κατασκευάζονται και ε. χωρίς αεροθαλάμους (tubeless). Η διατήρηση του αέρα είναι δυνατή με την τέλεια επαφή των φτερών στη ζάντα και με τη στεγανότητα στο εσωτερικό του περιβλήματος. Ένα από τα μειονεκτήματα του κλασικού ε., όπως το περιγράψαμε, είναι ότι τα νήματα (ή λινά) του σκελετού τοποθετούνται έτσι ώστε να σχηματίζουν γωνία μεταξύ τους από στρώμα σε στρώμα. Η διάταξη αυτή επιτρέπει μεγάλη διαμήκη αντίσταση και σχετική ευκαμψία εγκαρσίως. Τα πλευρά του ε. όμως δεν παραμορφώνονται εύκολα όταν έχουν φορτίο και έτσι το πέλμα του ε., σε ιδιαίτερες περιπτώσεις (στροφή, πέδηση κλπ.) φόρτισης, δεν αποκτά πλήρη επαφή με το έδαφος. Το μειονέκτημα αυτό εξουδετερώθηκε με τα ακτινωτά (ράντιαλ) ελαστικά. Σε αυτά, ο σκελετός αποτελείται από στρώματα νημάτων τοποθετημένων ακτινωτά ως προς τον τροχό. Τα στρώματα αυτά καλύπτονται με ένα πέλμα ειδικά σκληρυμένο έτσι ώστε τα πλευρά του ε. να είναι πλήρως παραμορφώσιμα με την πίεση του φορτίου. Στις περιπτώσεις αυτές το πέλμα στηρίζεται πλήρως στο έδαφος σε οποιεσδήποτε συνθήκες και προκύπτει αυξημένη άνεση και ευστάθεια στην πορεία, στις στροφές, στην πέδηση κλπ. Επίσης η αντίσταση κύλισης του ακτινωτού ε. είναι μικρότερη από την αντίσταση κύλισης του κλασικού ε.· συνεπώς προκύπτει αυξημένη αντοχή (πολύ περισσότερα χιλιόμετρα) και οικονομία καυσίμων. Μειονέκτημα είναι η σχετικά υψηλότερη τιμή των ακτινωτών ε. και ο θόρυβος σε χαμηλές ταχύτητες στους ανώμαλους δρόμους. Στην προσπάθεια να αυξηθεί η επιφάνεια επαφής του ε. με τον δρόμο, αυξανόταν συνεχώς το πλάτος του πέλματος ή μάλλον μειωνόταν ο λόγος του ύψους προς το πλάτος του ε. Κατά το παρελθόν ο λόγος ήταν 1,00, ενώ στη σύγχρονη εποχή ο λόγος είναι 0,7 (ύψος τα 70% του πλάτους του πέλματος) και τείνει να μειωθεί ακόμα. Με την αύξηση όμως του πλάτους, το πέλμα, επίπεδο όταν το ε. δεν έχει αέρα, καμπυλώνεται όταν γεμίσει με αέρα και συνεπώς μειώνει την επιφάνεια επαφής. Για να παρακαμφθεί το εμπόδιο αυτό, το πέλμα κατασκευάζεται κοίλο και με αυτό τον τρόπο, όταν γεμίσει το ε. με αέρα, γίνεται επίπεδο. Τα ε. πρέπει επίσης να αντιμετωπίζουν τα φαινόμενα μειωμένης πρόσφυσης, τα οποία εμφανίζονται όταν ο δρόμος είναι υγρός ή όταν βρέχει. Μεταξύ αυτών των φαινομένων περιλαμβάνεται και η υδρολίσθηση, δηλαδή η πλήρης απώλεια επαφής του ε. και της οδού σε μια ορισμένη ταχύτητα, εξαιτίας της παρεμβολής λεπτού στρώματος νερού μεταξύ τους. Αυτό αντιμετωπίζεται με την κατάλληλη σχεδίαση και διάταξη των αυλάκων του πέλματος έτσι ώστε το νερό να αντλείται και να διοχετεύεται προς τα πλάγια και πίσω από την επιφάνεια επαφής. Για την πορεία στο χιόνι συνήθως χρησιμοποιούνται αλυσίδες γύρω από τους τροχούς. Όμως, έχουν κατασκευαστεί και ε. με σφηνωμένα στο πέλμα τους καρφιά από βολφράμιο ή παρόμοιο υλικό, τα οποία παρουσιάζουν αυξημένη πρόσφυση στο χιόνι. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις είναι καλύτερα από τις αλυσίδες. Μειονέκτημά τους είναι ότι δεν μπορούν να αναπτύξουν ταχύτητα σε στεγνό δρόμο χωρίς να καταστραφούν τα καρφιά. Τα ε. χαρακτηρίζονται με δύο αριθμούς που υποδεικνύουν το πλάτος και τη διάμετρο της ζάντας για την οποία προορίζονται. Τα ε. για αεροσκάφη έχουν μικρή διάμετρο και μεγάλη διατομή, ώστε να μπορούν να αντέχουν σε πολύ υψηλά βάρη και σφοδρότατες κρούσεις. Ένας ιδιαίτερος τύπος ε. είναι αυτό που προορίζεται για σιδηροδρομικά οχήματα και για συρμούς υπόγειου σιδηροδρόμου. Είναι συνήθως συζευγμένα με χαλύβδινους τροχούς για την καθοδήγηση του συρμού και για ασφάλεια στην περίπτωση βλάβης (σκάσιμο) του ε. Τα ε. αυτά υιοθετήθηκαν για να μειωθεί ο θόρυβος και για καλύτερη πρόσφυση στο έδαφος. Αίθουσα βουλκανισμού ελαστικών αυτοκινήτων. Διάφοροι τύποι ελαστικών με ζάντες (ζαντολάστιχα) σε μοντέλα της Ρόβερ (φωτ. Ιntercar).
* * *
το
βλ. ελαστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαστικό — το 1. το ελαστικό κόμμι, καουτσούκ, λάστιχο. 2. (ορυκτ.), ορυκτό ή απολιθωμένο καουτσούκ. 3. το λαστιχένιο μέρος του τροχού αυτοκινήτων, τρακτέρ, ποδηλάτων, αεροπλάνων κτλ., το λάστιχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικός — ή, ό Ι. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να εκτείνεται και να μπορεί να επανέλθει στις αρχικές του διαστάσεις 2. (για κίνηση, βάδισμα κ.λπ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ελαφράδα και ευκινησία («ελαστικό βάδισμα, ελαστικό πήδημα») 3. εκείνος που… …   Dictionary of Greek

  • λάστιχο — Βλ. λ. ελαστικό· κόμμεα ή γόμες. * * * το 1. το ελαστικό κόμμι σε οποιαδήποτε κατάσταση 2. το από καουτσούκ περίζωμα ή επίσωτρο τροχών και ιδίως τών αυτοκινήτων, αλλ. ελαστικό 3. διχάλα με ταινία από ελαστικό με την οποία εκσφενδονίζονται λίθοι 4 …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • εβονίτης — Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κυρίως στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, επειδή τις προστατεύει από τα οξέα (ιδιαίτερα από το υδροχλωρικό) και από άλλα χημικά αντιδραστήρια. Ο ε. δεν διαφέρει σε τίποτε από… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει την ιδιότητα της ελαστικότητας, ο λαστιχένιος. 2. ο ελαφρός στην κίνηση: Το πόδι του... σηκωνόταν πάλι ανάερο μ ένα τίναγμα ελαστικό (Κ. Χρηστομάνος). 3 μτφ. (για ανθρώπους), που μεταβάλλει εύκολα τα συναισθήματα και τις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”